Γνωριμία με τον Αρτώ

 

Αντρέας Παγουλάτος

Όταν ένα ποίημα δεν έχει κάτι το ακατάστρωτο, το ακατόρθωτο, το άπιαστο ~που όλο να ξεφεύγει και όλο κοντά του να βρίσκομαι~, το πληθυντικό, το απρόβλεπτο ~μεγάλη περιπέτεια για τις αισθήσεις και τη σκέψη, ασκημένες στην ποίηση, τα βιώματα, τη γνώση, τη θεωρία~, το αποφεύγω, δεν το γράφω».

Έτσι τονίζω, μια στιγμή, στο «Αναλόγιο ΙΙΙ», δοκιμιακό ημερολόγιο, παράλληλο με τη γραφή και την πολλαπλή επεξεργασία της ποίησης μου. Το ίδιο συμβαίνει, τουλάχιστον σε μένα, και με τη μετάφραση. Αν στο ποίημα, που έχω μπροστά μου (αμετακίνητο;, τελεσίδικα τελειωμένο;), δε διακυβεύεται κάτι πιο συνολικό, αν δεν υπάρχουν ανοίγματα στην περιπέτεια του κόσμου, στην οξύτητα των αισθήσεων, αν με θαμπώνει, απλώς, με τη λάμψη του, αν παραμένει, ακλόνητα, ένα καλό ποίημα, σύμφωνο σε τελευταία ανάλυση, με τις τρέχουσες αξίες και τους κατεστημένους αισθητικούς κώδικες, αν δεν με κλονίζει, κάπου, στις βεβαιότητές μου και συγχρόνως δεν με παρηγορεί στην περιφλεγή ανθρώπινή μου υπόσταση ~ όχι μόνο δεν το μεταφράζω, αλλά νιώθω ότι φράζει ένα δρόμο, ότι γραφόμενο, έσβησε τις δυνατότητες (σπίθες και ενέργεια) που το διάτρεχαν, που αχνοφαίνονται κιόλας, στιγμές~στιγμές, στην απόχρωση μιας λέξης, σε μια απότομη ρήξη, στη μετατροπή του ρυθμού, σε μια αποσιώπηση~υποβολή.

Η γραφή, για μένα, είναι συνώνυμη με την περιπέτεια, παράλληλη με την άσκηση, την ευφρόσυνη έξω~σκόπηση την όσο γίνεται μεγαλύτερη και βαθύτερη γνώση και επιστήμη, που δεν έχει, όμως, ακλόνητες βεβαιότητες και δέχεται, κάθε τόσο, να την ξεπερνά (και να την επαυξάνει) το πληθυντικό βίωμα, η ζωή ή η μουσική, πολύσημη συμπύκνωση, το ποίημα. Στο σημείο αυτό, συναντώ, άλλωστε, και τον Αρτώ, που γράφει: «Δεν δέχομαι έργο αποκομμένο από τη ζωή…». Και παρακάτω: «…Δεν αναγνωρίζω στο πνεύμα σχέδιο. Πρέπει να τελειώνουμε με το Πνεύμα όπως και με τη λογοτεχνία. Λεω πως το Πνεύμα και η ζωή επικοινωνούν σε όλα τα επίπεδα. Θα ήθελα να γράψω ένα Βιβλίο που να ενοχλεί τους ανθρώπους, που να είναι σα θύρα ανοιχτή και να τους οδηγεί όπου Δε θα συγκατανεύανε ποτέ να πάνε, μια θύρα που απλά βγάζει στην πραγματικότητα».[1]

Τον Αρτώ, άλλωστε, τον συναντάω, τακτικά, όπως κι άλλοι ποιητές που δίνονται στην περιπέτεια της ανανέωσης: να ένας ακόμη λόγος που τον μεταφράζω. Σημασία έχει το γεγονός ότι δεν είναι ο μόνος και ότι μια συγγένεια επαληθεύεται ουσιαστική, όντας μακρινή, υπόγεια και πληθυντική. Κυκλοφορεί, έτσι, ένας άλλος ρυθμός, πυκνώνει και σφύζει ένας άλλος χρόνος. Αφομοιώνω μια ποιητική (:την ποιητική) σημαίνει, τότε, και απομακρύνομαι από έναν οποιοδήποτε ποιητή (:πρόσωπο ενεργό της υπάρχουσας ποίησης): προσπαθώ, δηλαδή, να ανοίξω ένα δρόμο πάρα πέρα. Τα άλλα όλα είναι επιδράσεις που καθηλώνουν, κλοπές, ή αέναες και αόριστες επαναλήψεις μέσα στην άγνοια, ή παράδοξες εξαιρέσεις του κανόνα και ανατρεπτικές (πόσο σπάνιες, όμως) επιστροφές στην υλική ~και σχεδόν «αφύσικη»~ σύσταση της γλώσσας. Αν, και στην τέχνη, δηλαδή, δεν έχουμε, όπως λένε, παρθενογένεση, όποιος πολεμάει για την ανανέωση της ποίησης, πιστεύω ότι πρέπει να μάθει καλά και σε βάθος τους πρόγονούς του και κυρίως να γνωρίσει, έτσι, συγκεκριμένα το πραγματικά παρθένο και γόνιμα καινούριο που φέρνει μέσα του. Ένας πραγματικός και αγαπημένος πρόγονός μου, ο Varese, ο μουσικός, που ζω και γράφω με τη μουσική του, δεν είναι τυχαίο, συνάντησε τον Αρτώ και δούλεψε μαζί του, έστω κι αν η συνεργασία τους δεν ολοκληρώθηκε.

Κι ύστερα τι να γράψω; Όταν συναντιέσαι στιγμές κρίσιμες με κάποιον, σε βιβλία, σε ταινίες, σε συμβολικούς τόπους και δρόμους που επεκτείνονται στο χρόνο της τωρινής πόλης, όταν τον γνωρίζεις σε βάθος, μαθαίνοντας έτσι τη διαφορά σου, δεν κινδυνεύεις έτσι να ταυτιστείς μαζί του, τον γράφεις στη γλώσσα σου. Απαραίτητη δεν είναι μονάχα η πολυεπίπεδη προσέγγιση του κειμένου που μεταφράζεις, αλλά και η απόσταση, η διαφορά σου με τον ποιητή του. Το καινούριο κείμενο (η μετάφραση–μεταγραφή) εγγράφεται, ακριβώς, στο διάστημα αυτής της απόστασης από ποιητή σε ποιητή, με την ποιότητα της διαφοράς. Η πολλαπλή γνώση του κειμένου (πηγές, αναφορές, αλληλοσυνδέσεις) δίνει πιστότητα στη μεταγραφή, η διαφορά έναν άλλο ήχο, τη μουσική που της αρμόζει στη γλώσσα σου. Η επιτυχία έχει σχέση, δηλαδή, με την πολύχρονη άσκηση του ποιητή~μεταφραστή και στις δύο δεδομένες γλώσσες (που στην πραγματικότητα είναι πολυάριθμες), κι ακόμη με το καινούριο ενδιαφέρον για ότι κάνει μία γλώσσα κι ανανεώνεται και της δίνει μια νέα δυναμική», ή με τη γνώση «του οσμωτικού συνόρου, που βρίσκεται στο εσωτερικό της κάθε γλώσσας και μας κάνει να περνάμε από τη μία γλώσσα στην άλλη, μέσα στην ίδια μας τη γλώσσα», όπως λεει ο ΖανΠιερΦαυ (που μαζί του ζω την περιπέτεια της μετάφρασης της ποίησής μου, όπως και της «Γυναίκας της Ζάκυθος»), σ` ένα διάλογο που είχαμε πρόσφατα.

Μπορώ να πω, λοιπόν, πως διασχίζοντας μια σειρά από δυσκολίες–εμπόδια, που είχαν αυτό το χαρακτήρα, γιατί ήταν, φυσικά, απροσδόκητες, η μεταγραφή πέρασε (: δοκιμάστηκε) από διάφορα στάδια–ασκήσεις, που προσπαθούσαν να ανιχνεύσουν όλα τα ενδεχόμενα: το άγνωστο, ακριβώς, με τη ρευστή του μεταβλητικότητα και «ηλεκτρικότητα», που εσωκλείεται στις λέξεις και ξάφνου ακτινοβολεί, η τη βαθιά δομή και σύνταξη, που πολλές φορές φαίνεται εναρμονισμένη με την εξωτερική της διάρθρωση, ενώ στην πραγματικότητα «χαώνεται» εσωτερικά, φέρεται με εντατικά άλματα και παροξυσμένες εξάρσεις~κορυφώσεις. Πολύχρονη παρατήρηση της περιοχής της γλώσσας, που καλύπτεται από τις λέξεις του ποιήματος, Σα μια χώρα γεμάτη κινδύνους, παγίδες ~αλλά και κοιτάσματα ή θησαυρούς~, ασύνορη και υπόγεια…

Έπειτα, δεν υπάρχει πια καμιά δυσκολία. Οι φόβοι σου διασκεδάζονται. Ο πλούτος που απέκτησες, σου φαίνεται αυτονόητος και σχεδόν φυσικός. Το ξένο ποίημα βγαίνει από μέσα σου, με μια καινούρια μουσική. Αίσθηση ελαφράδας. Ευφορία: παραμένεις ο εαυτός σου, μπροστά στον πειρασμό να είσαι ένας άλλος.

Μια μετάφραση ενός πρωτοπόρου ποιητή είναι, σε προχωρημένο στάδιο, η πιστοποίηση του βαθμού της διαφοράς, της παρά πέρα ανανέωσης, της πιθανής τομής και του βάθους της.

Για τους μπητνίκους, π.χ. που λεηλάτησαν (στην αρχή, άλλωστε, με ορισμένα υπολογίσιμα αποτελέσματα) τον ποιητικό τρόπο του ποιήματος~δοκιμίου~ακροάματος «Pourenfiniraveclejugementdedieu», η μετάφρασή του πιστοποιεί το αδιέξοδο, το βάλτωμα της ποιητικής τους, την εύκολη και πλαδαρή ευλυγισία, την εκστατική δημαγωγία ~ένθεη και εξουσιαστική~ των σημερινών τους εκδηλώσεων, που εξελίσσονται, όσο περνάν τα χρόνια, σε τραγουδιστική μανία[1]. Τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα με τους διάφορους επιγόνους που τα υποπροϊόντα τους αυξαίνουν καθυστερημένα και στη χώρα μας.

Ένας ακόμη λόγος που οι μεταφράσεις του Τζόυς, του Αρτώ, του Μπατάιγ, του Μισώ, της σύγχρονης παγκόσμιας ποίησης στον τόπο μας γίνονται όλο και πιο απαραίτητες: αποκτούν, μπορούμε να πούμε, μια «αγωνιστική» διάσταση. Η συνεπής και δυναμική εργασία με τη γλώσσα, εκτός από την πολλαπλότητα και την πολυσημία που μπορεί να δώσει στην ποίηση, έχει, δηλαδή, και μία συνδηλωτική λειτουργία για το σύνολο των κοινωνικών και πολιτισμικών φαινομένων.

Πίσω



[1]Δες “L` Ombilic des Limbes”

[1] Δεν αναφερόμαστε φυσικά στην εξαιρετική περίπτωση του Γ. Μπάροουζ που είναι ένας από τους σημαντικότερους ανανεωτές της πεζογραφίας, ή στη βιωματική αξία ορισμένων έργων του Κερουάκ ή των πρώτων βιβλίων του Γκίνσπεργκ, του Κόρσο, του Φερλινγκέττι κτλ. –μιλάμε, κυρίως, για την εξέλιξη που είχε το κίνημα και για τους περισσότερους από τους επιγόνους. Σημειώνουμε, ακόμη, πως οι παρατηρήσεις μας για τον ελληνικό χώρο αφορούν κυρίως ορισμένους σύγχρονους μιμητές και όχι, βέβαια, τους συγγραφείς της προηγούμενης γενιάς που δέχθηκαν –με τρόπο, μερικές φορές, ενεργητικό~ μια έμμεση επίδραση (Νάνος Βαλαωρίτης, ή ακόμη οι πρώτες συλλογές του Τάσου Δενέγρη, ορισμένα κείμενα του Πάνου Κουτρουμπούση, μερικά βιβλία της Κατερίνας Γώγου κ.α).