SURReaL

 

Το θαύμα του υπερρεαλισμού ξεκίνησε πολύ πριν το επίσημο βάπτισμά του από το νονό και πατέρα A. Breton.

            Τόσο ο όρος όσο και η έννοια προϋπήρχαν σε μυαλά λιγότερο ή περισσότερο άρρωστα [όπως οι ψυχίατροι ορίζουν τους αρρώστους (έξω από την κανονική καμπύλη των αποδεκτών πολιτών)].

 

 

Ο όρος. Πρωτοχρησιμοποιήθηκε -και δεν υπάρχουν αντιρρήσεις σ’ αυτό- από τον Γκυγιώμ Απολιναίρ, όταν πρωτοπαρουσίασε τους «μαστούς του Τειρεσία» (Μαστοί του Τειρεσία, δράμα σουρεαλιστικό σε δύο πράξεις και έναν πρόλογο, 1917 –ενώ οι καταβολές του σουρεαλιστικού αυτού δράματος ξεκινούν από το 1903).

Η έννοια. Ήταν από παλιά κομμάτι των αναζητήσεων των νεαρών Νταντάδων, που πεισματικά ήταν έτοιμοι να χαστουκίσουν οποιονδήποτε [(1915-22) Dada® επινόηση του Τριστάν Τζαρά  1916, 8 Φεβρουαρίου, ώρα 6μμ, Cafe Terrace, Ζυρίχη) (Έτσι γεννήθηκε το DADA μέσα από μια ανάγκη ανεξαρτησίας, μέσα από μία δυσπιστία απέναντι στην κοινότητα. Όσοι ανήκουν σε μας, διατηρούν την ελευθερία τους. Δεν δεχόμαστε θεωρίες. Αρκετά μας πρήξανε οι κυβιστικές και φουτουριστικές ακαδημίες, αυτά τα εργαστήρια των τυποποιημένων ιδεών) –μανιφέστο DADA-] ή των κατά τι ωριμότερων φουτουριστών [1909 μανιφέστο των φουτουριστών (Μαρινέττι® Ας βγούμε από τη σοφία σαν από ένα φρικτό κέλυφος, κι ας ριχτούμε σαν καρποί αρωματισμένοι από την υπερηφάνεια, μέσα στο απέραντο στραβό στόμα του ανέμου!… Ας γίνουμε βορά στο Άγνωστο, όχι από απελπισία, αλλά μόνο για να κορέσουμε τα βαθιά πηγάδια του Παραλόγου)].

 

 

Ο παντοδύναμος Breton [Οι κουρτίνες που ποτέ δεν τραβήχτηκαν πλέουν στα παράθυρα των σπιτιών που θα κτισθούν (Φασματικές Στάσεις)] θρηνεί τον Ζακ Βασέ το 1919, το 1920 «κηδεύει» τον Κραβάν, το 1921 επισκέπτεται τον Φρόιντ, το 1922 αρνείται να δει το Νοσφεράτου του Μουρνάου και το 1924 γράφει στο πρώτο Μανιφέστο [Ζούμε ακόμη κάτω από τη βασιλεία της λογικής, να, εξυπακούεται, που ήθελα να έλθω. Αλλά οι λογικές διαδικασίες, στις μέρες μας, δεν βρίσκουν εφαρμογή παρά στη λύση προβλημάτων δευτερευόντων].

Αρκούσε φαίνεται αυτή και μόνο η καταδίκη της λογικής για να γεμίσουν το οπλοστάσιό τους οι mass-διανοητές και έκτοτε να ονομάζουν οποιαδήποτε ενέργεια «σουρεαλιστική», αρκεί να ξεπερνούσε τη σφαίρα της δικής τους αντίληψης και κυρίως της δικής τους τόλμης.

Οι μάχες ήταν πολλές, όχι γιατί το μίασμα της «τρέλας» προκαλούσε ιδιαίτερα επικοινωνιακά προβλήματα, κάθε άλλο, αλλά γιατί η γλυκιά επανάσταση κινδύνευε να μπει στο ράφι των μιμητών (τι παραπάνω μπορεί να έχει ο τέλειος μιμητής των τρελών από τον ίδιο τον τρελό).

Σουρεαλιστικά ήταν τα ποιήματα, τα αντικείμενα, τα γλυπτά. Σουρεαλιστικές ήταν οι σκέψεις, οι επιθυμίες, οι πράξεις. Σουρεαλιστική ήταν η ζωή, η ζωγραφική. Σουρεαλιστές ήταν οι άνθρωποι.

Δεν είναι υποχρεωτικά σουρεαλιστές οι αδερφοί Marx, ο Ionesco, ο Cummings και ο Beckett, επειδή δεν καταφέρνουμε να τους εγκλωβίσουμε στη λογική μας. Δεν ήταν υποχρεωτικά τρελός ο Βασέ που κυκλοφορούσε  μ’ ένα περίστροφο σημαδεύοντας το πλήθος. Δεν είναι υποχρεωτικά ποιητές αυτοί που έγραψαν, που γράφουν ή που θα γράψουν για τη «μαγεία του επιπλέοντος δεινοσαύρου». Είναι όμως ποιητές αυτοί που γράφουν για το «δεινόσαυρο που όταν δεν ευτυχεί αρνείται να βυθιστεί»

 

 

«Λοχαγέ!

Οι λάμψεις απ’ τα κάρβουνα έγιναν φώκια, αστροπελέκι, έντομο κάτω απ’ τα μάτια σου, οι έφιππες ομάδες των οραματιζομένων

Λοχαγέ!

Φυλάξου απ’ τα γαλανά μάτια.»

[Τζαρά]

 

 

Στην Ελλάδα…

Το ουρητήριο και οι τροχοί του Duchamp, ήταν ένα μήνυμα που δύσκολα θα μπορούσε να μεταφέρει η ελληνική υπερρεαλιστική ομάδα. Η αμηχανία των ολίγων ταλαντευόμενων  μεγάλωνε κάθε φορά που τα θραύσματα των ώριμων ήδη συμβάντων περνούσαν τα σύνορα. Καμιά δικαιολογία όμως δεν στρατευόταν προκειμένου να συγχωρεθεί η παρουσία ενός ταπεινού αντικειμένου στο βάθρο ενός έργου τέχνης.

            Τα πράγματα άλλαζαν δραματικά, η τέχνη δεν θα ήταν για πολύ ακόμη ο πίνακας που θα τον έβαζε ο χ καλλιτεχνόφιλος πάνω από τον καναπέ του καθιστικού του, αλλά στιγμές από την ίδια τη ζωή –παγωμένες, ρέουσες, φανταστικές, πραγματικές-.

            Φυσικό ήταν να δημιουργηθεί μια σειρά από παρεξηγήσεις× τα δυσνόητα παίγνια των εταίρων (τα τόσο σοβαρά μερικές φορές) να γίνονται ανέκδοτα, περίγελος και σπανίως αντικείμενο πολέμου.

«θυμάμαι ακόμα τις βραδιές που ξημερωνόμασταν, με βουνό τ’ αποτσίγαρα μπροστά μας και ζητούσαμε (από τα «τι» και τα «πως» που είχανε τολμήσει για πρώτη φορά στην ιστορία να θέσουνε οι φίλοι σου της Place Blanche το 1923) να βρούμε που άραγες θα μπορούσαμε να φτάσουμε – σε χιλιόμετρα ηθικής μετρώντας- μετά από μισόν αιώνα, όταν μισόν αιώνα πριν, ένας ποιητής όπως ο Ρεμπώ στενεύτηκε από την ανάγκη ν’ αυτοεξοντωθεί» [Ελύτης, αναφορά στον Α. Εμπειρίκο].

            Ξέρουμε πια, από αυτά που έχουν γραφτεί κι έχουν ακουστεί πως η δύναμη ήταν μεγάλη, όπως μεγάλη ήταν και η αντίδραση. Έμελλε το αντικείμενο που έπαιζε το ρόλο του έργου τέχνης ν’ αντικατασταθεί από κάτι σαφώς ταπεινότερο: το πρωτογενές υλικό –σ’ ότι αφορούσε τη ζωγραφική και τη γλυπτική-, τη συλλαβή ή την κραυγή –σ’ ότι αφορούσε την ποίηση- τη φαντασία ή την πρωτόλεια επιθυμία –σ’ ότι αφορούσε τον έρωτα-. Ο Breton είχε δώσει τις εξηγήσεις του από την αρχή κιόλας

«Η συνύπαρξη του νέου σε αντίθεση με το παλιό, η συμπλοκή του και η συνένωσή του, είναι χαρακτηριστικά του μοντερνισμού, όπου μια συγχρονική ροή τελικά καταργεί στη διάσταση του χρόνου, αφού φυσικά την τοποθετήσει ως ένα A priori

Ο Εμπειρίκος, ο Ελύτης και ο Εγγονόπουλος είναι μοντερνιστές όταν, στην αντιπαράθεση και συγχώνεψη αρχαίου και νέου, δημιουργούν ένα όραμα που ξεπερνάει και τους δύο κόσμους.» [Νάνος Βαλαωρίτης, για μια θεωρία της γραφής].

Οι «οργανωμένοι» στην Ελλάδα ήταν ελάχιστοι× ήταν αρκετοί όμως για να εξοργίσουν τους οπαδούς του λιμνάζοντος κυβερνείου. Είχαν έτσι την πολυτέλεια ν’ αρπάζονται με τους άλλους και όχι με τους δικούς τους όπως έκαναν οι σύντροφοί τους στην Ευρώπη, μετατρέποντας την έννοια του δικαστηρίου σε ρουτίνα. «Αυτοί εκεί πάνω σφάζονται» [Ελύτης 1941].

Δέκα χρόνια περίπου μετά το πρώτο μανιφέστο του Υπερρεαλισμού ο Εμπειρίκος σε μια ανοιχτή ομιλία μιλάει για το ξενόφερτο φρούτο (Μεθαύριον, και ώραν 6μμ ο ποιητής κ. Ανδρέας Εμπειρίκος, θα ομιλήσει είς την αίθουσαν του «Ατελιέ», με θέμα: «Υπερρεαλισμός, μια νέα ποιητική σχολή.» Είσοδος Ελευθέρα -1935-) [Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά]. Ο ένας έγινε δύο® στην ομιλία του Εμπειρίκου πηγαίνει ο Ελύτης μαζί με άλλο κόσμο, αδιάφορο ως επί το πλείστον [ο ίδιος: «το απροσδόκητο λαχείο ενός ομοϊδεάτη μέσα στη φιλολογική έρημο των Αθηνών. Ήταν γραφτό, ήταν φυσικό μάλλον, να γίνουμε φίλοι.»]

                Τα πράγματα δεν αλλάζουν× υπάρχει κάτι που κινείται, κάτι που έχει τη δική του προϊστορία και δυναμική, αλλά υπάρχουν και οι μόνιμα αυτοτροφοδοτούμενοι αντιδραστικοί που θα μάχονται με τη σκιά τους –για να θυμηθούμε και τις φροϋδικές καταβολές του κινήματος- ελπίζοντας κάποτε να δώσουν το καίριο χτύπημα σ’ ότι προηγείται και όχι σε ότι τους ακολουθεί.

            Οι «πόλεμοι» έχουν το χαρακτήρα αντάρτικου, καθώς ο καθένας μέσα από το ταμπούρι του στήνει τη δική του προπαγάνδα. Με τα λίγα μέσα –κυρίως τα περιοδικά και τις εφημερίδες της εποχής- δίνεται η μάχη των εντυπώσεων, μια μάχη που αφορά, στο σύνολό της, μετά βίας, καμιά εκατοστή ανθρώπους –συγγραφείς και αναγνώστες-. [Κι εξάλλου, ο Υπερρεαλισμός, με τη μυστηριακή ορολογία του, με το μυστικό του Πάνθεο, με τα Μανιφέστα του, με τις πολύγλωσσες εκδόσεις του, ασκούσε κάποιο δέος πάνω στους ανειδοποίητους αντιδραστικούς, που ορέγονταν ίσως μάχη, αλλά δεν κάτεχαν καθόλου που βρίσκεται και τι λογής είναι αυτός ο εχθρός. (Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά)].

            Μετά τον ασαφή πανικό της πρώτης, μια δεύτερη σειρά παρεξηγήσεων ξεκινάει που ερμηνεύει την υπερρεαλιστική γραφή σαν ίωση που βραχνιάζει τη καθαρή φωνή των καβαφικών.

            («… Α ωραία, μου αποκρίνεται, φαντάζομαι για να μ’ ευχαριστήσει, σεις και ο Αντωνίου είστε οι μόνοι που μ’ αρέσουν από τους υπερρεαλιστές.

- Μα δεν είμαι υπερρεαλιστής, μήτε ο Αντωνίου.

- Πως; δεν είστε υπερρεαλιστής; (αυτό το λεει σα να έφυγε ένα μεγάλο βάρος από την καρδιά του). Σας συγχαίρω. Σ’ αυτή την κατάσταση βρίσκονται οι περισσότεροι που γράφουν σήμερα»). [Σεφέρης, Μέρες, Μάρτιος 1940].

Από τότε (δέκα με δεκαπέντε χρόνια μετά το μανιφέστο) ξεκινάει πιο εντατικά η «αναζήτηση» του υπερρεαλισμού. Κείμενα γράφονται, απαντήσεις δίνονται, ανοιχτές επιστολές δημοσιεύονται, λίβελοι αλλάζουν χέρια× ενώ τα πρώτα μικρά αφιερώματα γίνονται υπό μορφή άρθρων [από τα «Νέα γράμματα», κυρίως του Ελύτη και του Γκάτσου] ή υπό μορφή μεταφράσεων [από το «Γκοβόστη», μεταφράσεις ποιημάτων του Breton, Elyard κ.α. από τους Ελύτη, Εγγονόπουλο, Ράντο (Κάλας) κ.α.].

            Την ίδια περίπου περίοδο ο Γκάτσος προκαλεί με την «Αμοργό» του μία από τις μεγαλύτερες παρεξηγήσεις. Ο μικρός τότε Έκτορας Κακναβάτος βγάζει τη «Φούγκα» [1943] και μέχρι να ξαναχτυπήσει, περνάει περίπου μία εικοσαετία×  ενώ στη δεκαετία του ’70 αναλαμβάνει τα ποιήματά του σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα, η ευγενική λιτότητα του Φίλιππου Βλάχου [με λειψίας των 16]. Οι μέγιστοι Εμπειρίκος και Εγγονόπουλος, όποτε δεν δεινοπαθούν από τους χωρατατζήδες ακαδημαϊκίσκους, γράφουν ( ή τουλάχιστον εκδίδουν, μιας και ο χρόνος ελάχιστες φορές συμπίπτει) θεσπέσια ποιήματα σαν την «Οκτάνα» και τον «Μπολιβάρ»× ενώ ο πρώτος μας βάζει να περιμένουμε μέχρι τη δεκαετία του ’90 για να διαβάσουμε το «Μεγάλο Ανατολικό», χωρίς να καταλάβουμε ποτέ μας αν ωφέλησε τελικά ή αν τάραξε την εκκωφαντική αποσιώπηση του φαινομένου.

            Ο κόσμος, από τότε μέχρι σήμερα, κάθε φορά που ακούει τη λέξη υπερρεαλισμός, αναμένει και ένα μνημόσυνο ή την εξιστόρηση γραφικών συμβάντων, κάτι που να’ χει πλάκα. Οι εκδηλώσεις που γίνονται έχουν το χαρακτήρα οικογενειακών γενεθλίων, που τα ίδια πάντα πρόσωπα καλούνται να εντυπωσιάσουν για εκατοστή φορά τον εαυτό τους, βγάζοντας από την τσέπη τους ένα ελάχιστα παραλλαγμένο χαρτί με συμβάντα και τσιτάτα, εξέλιξη πολλές φορές της διδακτορικής τους διατριβής.

 

 

            Δεν ωφελεί το παράπονο

Ίδια παντού θα’ ναι η ζωή με το σουραύλι των φιδιών στη χώρα των φαντασμάτων…»

(Γκάτσος, Αμοργός)]

 

Makis Chrisostomidis

 

 

 

 

Πίσω