«Παίδες εν τη καμίνω…»[1]

 

 

 

Στην περίπτωση Εμπειρίκου συμβαίνει το εξής: για να κατανοήσεις το έργο του θα πρέπει να τον γνωρίζεις καλά ή να μην ξέρεις τίποτα από την προσωπική του μυθολογία. Κινδυνεύεις, γνωρίζοντας τα τετριμμένα, να πέσεις στην πλάνη της πλαστής μυθολογίας που χτίστηκε και αναπαλαιώθηκε για χάρη της συντήρησης τρίτων.

Σ΄ αυτό συνέβαλαν από τη μία η φοβερή οικονομία του παρελθόντος, η αποσιώπηση ή η περιορισμένη έκδοση της δουλειάς του, στο παρελθόν, και από την άλλη, ο υπερβολικός πληθωρισμός του παρόντος που δεν μπορούμε να πούμε πως έδωσαν και την ακριβέστερη εικόνα για τον ποιητή και το έργο του. Τη σιωπή την ακολούθησε μία ακατάσχετη πολυλογία πολλές φορές εστιασμένη στο «σκάνδαλο». Η αγοραία αυτή πολυλογία, αποτέλεσμα κυρίως της ολοκληρωμένης έκδοσης του «Μεγάλου Ανατολικού» -τι γεγονός και αυτό τότε, να σερβίρεται σαν δώρο από φιλοπαίγμονες σε ημιδιανοούμενους-, άγγιξε ένα κομμάτι που, ούτως ή άλλως, δεν ανήκε ποτέ στο target group των υπερρεαλιστών. Οι μισοαπελευθερωμένοι νεοαστοί που ενθουσιάστηκαν από την αθυροστομία και τις άφθονες ερωτικές σκηνές του πολυσέλιδου αυτού έργου δεν είναι βέβαια το αυθεντικό αναγνωστικό κοινό του Εμπειρίκου. Το αναγνωστικό κοινό του Εμπειρίκου τελειώνει τις «χειραψίες» με το έργο του στον «πλου του αεροστάτου» αφού πρώτα συγχωνευτεί με τη αριστοκρατική «μοιχεία» των ήχων στην  απόλυτα ποιητική «Οκτάνα» που αντλήθηκαν, όπως και άλλα ποιήματα από το τεράστιο αυτό ποιητικό του σημειωματάριο.

Η επανάσταση έγινε αλλά δεν τεκνοποίησε; Παλιότερα θα θυμώναμε με αυτή την ερώτηση, ιδίως όσοι περιμέναμε με αγωνία να εκδοθεί, όχι αφιέρωμα, αλλά έστω και μία αναφορά στον υπερρεαλισμό· και δεν μιλώ για το 50 ή το 60 αλλά για την προηγούμενη δεκαπενταετία. Σήμερα όμως, χορτάτοι πλέον, σκεφτόμαστε πως ίσως να μην ήθελε να τεκνοποιήσει, ιδίως σήμερα που λιγότερο τον διαβάζουμε και περισσότερο βλέπουμε τις αφίσες για τα αφιερώματα στο όνομά του. Στα πλαίσια της ετεροχρονισμένης εντόπιας υπερβολής απολαύσαμε σωρηδόν όσα στερηθήκαμε (οι παλαιότεροι δε περισσότερο)[2]. Αλλά ας παραλείψουμε τους δογματισμούς, αν θέλουμε πούμε δυο γλυκόπικρα λόγια για τον πλέον αντιδογματικό ποιητή.

 

Ήτο Ιούλιος

«Ήτο Ιούλιος. Εις την οδόν διήρχοντο τα λεωφορεία, κατάμεστα από ιδρωμένον κόσμο…»[3].

Αυτό το «Ήτο Ιούλιος» έμελλε να μεταμορφώσει στο σημειολογικό υποσυνείδητό μου το συγκεκριμένο μήνα σε απόλυτη ερωτική οδύνη. Να δηλαδή τι μπορεί να εξηγήσει τα πάντα, ο καθοριστικός μήνας για τον ίδιο αλλά και άλλους «ομόθρησκους». Ζει ιουλιακά, όπως αν ήταν ένας απλός ποιητής ο κύριος Ανδρέας· φωτογραφίζει, ταξιδεύει, παρατηρεί, γράφει και διαψεύδει, με όπλο τη φαντασία, κάθε ίζημα της δοτής πραγματικότητας. «Ώστε έτσι λοιπόν» λέει ο Ελύτης στην αναφορά του, «Αυτά που φανταστήκαμε υπήρξαν. Η θα υπάρξουν. Ο χρόνος μέσα στα ποιήματα που γράφουμε, τώρα φανερώνεται πόσο ασύλληπτος εστάθηκε για τους επιστήμονες όλων των καιρών»[4].

«Να αρκείσαι σ’ αυτό που σου προσφέρεται» = «Δεκέμβριος». Η κοινωνικότητά του, ένα πολύπλοκο μηχάνημα με φακούς, διακόπτες, αρτηρίες και μανουάλια που στηριζόταν σε ένα τρίποδο: η φιλία, το ένα πόδι, η οικογένεια το άλλο· το τρίτο πόδι: ένα πολύχρωμος μπρούτζινος σωλήνας γεμάτος θαλασσινά ξόμπλια, αναστεναγμούς και προκηρύξεις της μίας  ή των δύο λέξεων που δεν διαβάστηκαν ποτέ από τα διοικητικά συμβούλια των επαναστάσεων.

Πόσο επικίνδυνη να ήταν άραγε η σύλληψη του πραγματικού του έργου, πόσο σεισμογόνος ο ίδιος ανάμεσα στους πεπερασμένους οραματιστές που «τύπωναν» τις φωτογραφίες τους στις παχιές και καλοσιδερωμένες σημαίες των «αντάρτικων»; Η απάντηση είναι απλή: πολύ επικίνδυνος. Γι’ αυτό, αντί να μείνει στη μνήμη, όσων έπρεπε τουλάχιστον, ως ο πρότυπος ιχνηλάτης της επαναστατημένης πλευράς τους άδυτου, έμεινε ως ο ποιητής του «Μεγάλου Ανατολικού». Λες και το ζητούμενο κάθε νεωτερισμού, κάθε επανάστασης, κάθε εξέγερσης, κάθε αντίδρασης και ρήξης δεν ήταν και δεν θα είναι πάντα το άπλετο φως που ξεπηδάει από τη ρίζα κάθε ηδονής.

 

Σε όσους λοιπόν έμεινε άλλη γεύση από το ποιητικό του έργο, σε όσους πιστεύουν ότι ο Εμπειρίκος δεν είναι απλώς ο άπταιστα ομιλών την καθαρεύουσα περιγράφοντας ερωτικές πράξεις, σε όσους δεν περίμεναν να λύσουν τη σιωπή τους τα εκπαιδευτικά βιβλία για την παρουσία του και να τον ανακαλύψουν ξαφνικά, οφείλουμε να πούμε ότι «ήτο» από τότε «Ιούλιος» «εις την οδόν των Φιλελλήνων».

Τα βαριά αντανακλαστικά της πνευματικής ζωής του τόπου έμελλε και πάλι να κάνουν τις γνωστές τους δεκαετίες, όχι να δεχτούν, απλά να γνωρίσουν το ξενόφερτο και σκανδαλιστικό φρούτο της αυτόματης γραφή που χαρακτήρισε την πρώτη τουλάχιστον συλλογή του την «Υψικάμινο». Αργότερα, όπως και ο ίδιος παραδέχεται, άρχισε να εγκαταλείπει την αυτόματη σαν κύριο όργανο γραφής, αλλά παρέμεινε πιστός τόσο στην «ενδοχώρα» όσο και στα άλλα ποιήματά του στον κατακλυσμιαίο και καθαρό ποιητικό λόγο του γνήσιου υπερρεαλιστή.

Οι συνεργάτες του περιοδικού «Πάλι» στο πρώτο τεύχος γράφουν:

 

«…τα έργα του Εμπειρίκου τόσο πεζά όσο και ποιητικά είναι ένα αστέρινο στεφάνι στο μέτωπο της ποίησης μας, αλλά όπως τα περισσότερα αξιόλογα πράμματα στην Ελλάδα έχουν συχνά παραμεληθεί. Δεν υπάρχει ούτε ένα δοκίμιο για τον μεγάλο αυτό ποιητή – ούτε μία μελέτη. Ρωτάμε γιατί[5]

 

Το παιγνίδι των ήχων και τα καίρια χτυπήματα.

Το μεγαλύτερο, χωρίς υπερβολή, επίτευγμα της υπερρεαλιστικής ποίησης είναι, όχι τόσο ή επαναστρατολόγηση των ήχων στο παιγνίδι των εννοιών και των λέξεων αλλά η αναγέννηση των εννοιών, η από των θεμελίων διαπραγμάτευσή τους. Οι λέξεις αγνότητα, ειλικρίνεια, αγάπη, ζωή, σκοπός, πολιτική αποκτούν καινούρια διάσταση: την κανονική τους. Συμβαίνει πολλές φορές τα «μαγικά παιδιά» να μιλούν για πράγματα αυτονόητα και απλά και να σκανδαλίζουν, λες και το «ορθό» είναι η στρέβλωση του αληθινού που επιβλήθηκε από την κοινωνική υποκρισία. Ελάχιστα βέβαια τρόμαζε το βλέμμα που έπεφτε με θαυμασμό στην «αθώα παιδίσκη», η αθυροστομία και οι παλλόμενες οργιακές συμφωνίες που διαβάζονταν στα «προχωρημένα» σπίτια της εποχής. Τον τρόμο τον προκαλούσε η αποκάλυψη του πυρήνα της αλήθειας: η ελευθερία, η πραγματική ελευθερία, που μέσα από τον έρωτα και την υπερηφάνεια θα μπορούσε να δείξει το δρόμο σε μια ολόκληρη γενιά. Θα του άξιζε, λέει κάπου ο Ελύτης, το πρώτο λουλούδι των χίπις.

Η κατάσταση των πραγμάτων όμως μετά βίας συγχωρεί μικροεκρήξεις, έτσι οι μοντερνισμοί που αντέχουν στη χλεύη είναι αυτοί που ακουμπούν την πλάτη τους στον μαντρότοιχο της συντήρησης. Η υπόνοια και μόνο ότι αυτής της μορφής η ελευθερία σέρνει ένα ολόκληρο άρμα με νέες αντιλήψεις και δε περιορίζεται μόνο στην αφέλεια νέων παιδιών που προσπαθούν να κομπάσουν αυτάρεσκα, σηκώνει ένα μαύρο σύννεφο[6] που θάβει ή προσπαθεί να θάψει την ορμή. Η βαθύτατα αυτή πολιτική κίνηση των ποιητών που δεν δείχνουν πρόθυμοι να υπηρετήσουν με το πρόσχημα της πνευματικότητας κανένα κομματικό μετερίζι, θέτει αρχικά σε κίνδυνο το εγχείρημα και αργότερα και τον ίδιο τον Εμπειρίκο, όπως είναι γνωστό, σε μία άνευ προηγουμένου ταλαιπωρία που χαρακτηρίζεται από διωγμούς και περιορισμούς[7]

Οι εποχή ήταν όντως δύσκολη και η πρόκληση μεγάλη. Οι αντιστάσεις γιγάντιες και οι προτεραιότητες έδειχναν, με γερά επιχειρήματα, να είναι άλλες. Η εποχή όμως και η συγκυρία δεν θα είναι ποτέ κατάλληλη αν κάποιος τολμήσει να πει τα πράγματα με το όνομά τους. Η φασαρία δεν έγινε τόσο για το «γράφει» αλλά για το «ζει». Η φασαρία θα γίνεται πάντα για το «ζει» ή το «ζην», όπως βλακωδώς θέλει να το ονομάζει η καινούρια αυνανιστική αντίληψη περί της ποιότητας της ζωής. Την αλήθεια ήθελαν λοιπόν να υπηρετήσουν με κάθε κόστος, με κάθε μέσο, περνώντας μέσα από οποιοδήποτε εμπόδιο, έστω και αν αυτό ήταν ο ατσάλινος πυρήνας της συνείδησης ( ή όπως αλλιώς την ονόμαζε ο ίδιος μέσα στα πλαίσια της ψυχαναλυτικής του δραστηριότητας).

Η αλήθεια όμως, που είναι σαν το χρυσό ψάρι που θέλουν όλοι να το δουν από περιέργεια αλλά κανένας να το φάει, θεωρήθηκε φρόνιμο να σκεπαστεί από την κουβέρτα της παράνοιας, του παράλογου και του ξεκαρδιστικού. Το θεσπέσιο παιγνίδι των ήχων, η έννοια της «αγνότητας» που ξέφυγε από τη βρόμικη εποπτεία του «πρέποντος» και ξαναβρήκε τη χαμένη της λάμψη στην καθαρότητα της επιθυμίας, η ελπίδα ότι κάθε φαντασία κρύβει και μπορεί να αποκαλύψει την πραγματικότητα, παραγνωρίστηκαν.

 

«περιφερόμεθα στο ακρογιάλι των ερώτων μας

Χωρίς καμιά υστεροβουλία χωρίς ιδιοτέλεια

Φροντίζοντας για τα μελλούμενα του κόσμου

Του κόσμου που θέλει να βρεθεί

Κοντά στα καρπερά λιβάδια

Της κόκκινης παπαρούνας σαν θ’ ανοίξει

Παραμερίζουσα τις μύγες και τα έντομα

Ευφραίνουσα τους ρώθωνες των παιδιών και των παρθένων…»[8]

 

Δεν είναι ούτε δύσκολο ούτε εύκολο να βρεις την αλήθεια μέσα από το καθαρό παιγνίδι των λέξεων, είναι γεγονός ότι ο αγώνας δεν ξεκίνησε από τον ίδιο (σε διεθνές επίπεδο) και φυσικά δεν έχει καταλήξει[9]. Η αναζήτηση αυτή δεν τελειώνει εύκολα, σημασία έχει όμως ότι στο άγονο (δυστυχώς) έδαφος της πατρίδας μας, ξεκίνησε από τον Εμπειρίκο.

Χρειάστηκε δουλειά βέβαια, συζητήσεις επί συζητήσεων για να χωνευτεί όχι τόσο η παρουσία του, αλλά η αντοχή της ποίησης του στο χρόνο. Έκτοτε χρειάστηκε κόπος και αγώνες από πλευράς των επικριτών του ώστε να πείσουν τον «αφελή» κόσμο ότι πάντοτε ήταν «ολίγον υπερρεαλιστές» και αυτοί, αλλά έπρεπε πρώτα να «ωριμάσουν» στα κλωστοϋφαντουργεία του συμβολισμού με ανώδυνα βαλς.

Οφείλουμε στον Ανδρέα Εμπειρίκο να του αφιερώνουμε το πρώτο μας λουλούδι και τη μέγιστη αποκάλυψή μας σαν ελάχιστη τιμή σε όσα με ταπεινότητα δίδαξε. Οφείλουμε επίσης να επαγρυπνούμε ώστε η καθίζηση του παρόντος μόνο δύναμη για αντίσταση να μπορεί να μας γεμίζει, έτσι ώστε να δώσουμε και στις δικές μας «λέξεις» «ήχους παλμικούς, κρουστούς, τυμπάνων» και να μην αρκεστούμε στο υποσύνολο της θεαματικής κοινωνίας που μας επιβάλλουν.

 

 

 

 

Μάκης Χρυσοστομίδης

Θηρασια 2001

 

 

 

Πίσω

 

 

 

 

 

 

 

 

 



[1] «Οι μπεάτοι η της μη συμμορφώσεως οι άγιοι», Ανδρέας Εμπειρίκος, «Οκτάνα».

[2] Εδώ οφείλουμε ιδιαίτερη μνεία στον Γίγαντα Νάνο Βαλαωρίτη που αγρυπνούσε και με κάθε μέσο τροφοδοτούσε την αναγνωστική μας δίψα. Επίσης μνεία οφείλουμε στον Ανδρέα Παγουλάτο που σε ένα πέλαγος από κλωνοποιημένα περιοδικά έντυπα μας χάρισε το «Χνάρι», τα «Χνάρι-α» και την ανεπανάληπτη «Συντέλεια», που οι νεότεροι θα θυμούνται περισσότερο από τα δύο πρώτα. 

[3] “Εις την οδόν των Φιλελλήνων”,Ανδρέας Εμπειρίκος, Οκτάνα.

 

[4] «Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο», Οδυσσέας Ελύτης.

 

[5] Από τον πρόλογο του πρώτου τεύχους του περιοδικού «Πάλι» 1963

[6] Αξίζει να σημειωθεί ότι πέραν από την αντίδραση και την προσπάθεια για γελοιοποίηση  του υπερρεαλισμού, υπήρχε και η γνωστή «επιφυλακτικότητα των ανενημέρωτων», των υβριστών δηλαδή που δεν είχαν διαβάσει ούτε ένα ποίημα του Εμπειρίκου, αλλά απλώς είχαν ακούσει ότι κάποιος γράφει «αυτόματα», χωρίς ειρμό, χωρίς μέτρο και αυτό το ονομάζει υπερρεαλισμό· φρούτο ξενόφερτο.

[7] Με μεγαλύτερο πλήγμα για τον ίδιο τη διακοπή του ψυχαναλυτικής του έργου.

[8] «Τώρα και παρομοίως», Ανδρέας Εμπειρίκος

[9] Δεν θα ήθελα να αναφερθώ ξανά με λεπτομέρειες για πράγματα που έχουν ειπωθεί από τον γράφοντα αλλά και από άλλους δοκιμιογράφους για τα κινήματα που προηγήθηκαν αλλά και ακολούθησαν τον υπερρεαλισμό και είχαν σαν ζητούμενο τη νέα αντίληψη για τη χρήση του ήχου, της λέξής, της έννοιας. Κινήματα όπως οι Νταντάδες (νωρίτερα) ή οι Λεττριστές, και οι Καταστασιακοί αργότερα. Ρεύματα καθαρά ποιητικά όπως ο Νεολεκτισμός του Νικολαίδη και ο Γλωσσοκεντρισμός των Παγουλάτου – Βαλαωρίτη – Αραβαντινού.