ANDRE BRETON


 

«Κ` έτσι η αύριο γίνεται σήμερα»[i]

«κείμενο για τον Breton»

 

Προσπαθούσα να σκεφτώ αν και κατά πόσο χωράει η υπερρεαλιστική σκέψη και  πρακτική με την προ υπερρεαλιστικής εποχής έννοιά της, σ` ένα μικρό νησί σ` ένα τόπο που έχει τις διαστάσεις μιας χούφτας, όπου το ελληνικό υπερρεαλιστικό μοντέλο βασιλεύει (έτσι τουλάχιστον όπως μας προσφέρθηκε από τους αναλυτές του ελληνικού υπερρεαλισμού) αλλά αυτό το καθαρόαιμο ευρωπαϊκό θα χρησιμοποιούσε την άκρη ίσως του ματιού του για να το απορρίψει μονομιάς.

            Δεν ξέρω κατά πόσο μπορούμε να δεχτούμε σαν θέσφατο τη μαθηματική φράση Υπερρεαλισμός = Μπρετόν, να δεχτούμε δηλαδή την αναμφισβήτητη προσωπικότητα του Γάλλου γιατρού σαν κυρίαρχη, σ` ένα προσωποπαγές κίνημα, σε μια ελεγχόμενη πρωτοπορία. Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω έχοντας σαν βάση μίαν αυθαιρεσία, αυτήν τη μαθηματική φράση. Έτσι όχι μόνο θα διευκολύνω τον ούτως ή άλλως τρωτό λογισμό μου αλλά θα μπορέσω κάλλιστα να διηγηθώ σκελετούς ιστοριών τόσο ά~λογων που μόνο ως υπερρεαλιστικές μπορούν να νοηθούν.

            Τα έχουμε ακούσει και τα έχουμε διαβάσει πολλές φορές, εκατοντάδες σελίδες γράφτηκαν προσπαθώντας να εξηγήσουν μια τρέλα, μία παράνοια, λες και μπορείς να χωνέψεις μια μυρωδιά ή να εξομολογήσεις μιαν αστραπή. Σκέφτομαι το παιγνίδι σαν μια λιγότερο λανθασμένη πρακτική, σαν επιπολαιότητα εφάμιλλη των ιδεολογιών και των αναγνωσμάτων μου.

           

   "Ο ποιητής γίνεται μάντης με μια μακρόχρονη τεράστια και λογική κατάχρηση όλων των αισθήσεων. Όλων των μορφών του έρωτα, του πόνου, της τρέλας. Ψάχνει τον εαυτό του, σταλάζει όλα τα δηλητήρια μέσα του, για να κρατήσει μονάχα τις πεμπτουσίες. Ασύλληπτο μαρτύριο, όπου χρειάζεται όλη η την πίστη, όλη την υπεράνθρωπη δύναμη, μαρτύριο που τον κάνει μεγάλο άρρωστο, τον μεγάλο αμαρτωλό, τον μεγάλο καταραμένο~ και τον υπέρτατο

          σοφό!...".[ii]

 

 

Ο Μπρετόν στη βεράντα:

            Τα πολλά στοιχεία κάνανε μάλλον κακό στην υπόθεση Μπρετόν. Οι αδυναμίες του, οι έρωτές του, οι θυμοί του, τα δικαστήριά του, οι φιλίες του, οι έχθρες του. Ο σκανδαλοθηρικός τρόπος που μερικοί αντιμετώπισαν αυτό το φαινόμενο, μάλλον αποπροσανατόλισε τις ματιές και έδωσε τροφή στους βλεφαρισμούς.

 

«Η γυναίκα μου με γοφούς πολυελαίου και με φτερά σαΐτας

Και με μίσχους φτερών άσπρου παγωνιού»[iii]

 

Ο Μπρετόν στη βεράντα είναι ένα μάτι, ένα μάτι που τις υπόλοιπες ώρες πλην αυτών του απογεύματος κάνει ότι κάνουν και τα υπόλοιπα αισθητήρια. Τα απογεύματα όμως διαβάζει τις καρτ~ποστάλ των αγραμμάτων, κάρτες που έχουν έρθει από διάφορα μέρη του κόσμου, που γράφουν διάφορα ευχολόγια και χαιρετίσματα, που απεικονίζουν αξιοθέατα από τα πέρατα της γης, που είναι γραμμένες σε διάφορες γλώσσες, με διάφορους γραφικούς χαρακτήρες, από διάφορα χέρια. Κυρίως όμως ο Μπρετόν κάθεται στη βεράντα γιατί απεχθάνεται τα μυθιστορήματα, γιατί στη βεράντα μπορείς να μυρίσεις ένα καμένο δάσος, ένα γιασεμί ή την καβαλίνα από τα καραβάνια χωρίς να χρειαστεί να σου προαναγγείλει κανείς το συναίσθημα ή ακόμα χειρότερα να σου το επιβάλει.

            Αν είχα την τύχη να είμαι φιλόλογος, θα σας έλεγα με πιο σφιχτό ύφος πολύ περισσότερα πράγματα για το έργο του Μπρετόν, για τη γραφή του ή για το ύφος του και για το τι εννοεί όταν λέει «δάχτυλα θερισμένου σταχυού» στην «ελεύθερη ένωση», ή τι εννοεί με την ποιητική «αλληγορία»[iv]]: «η τριανταφυλλιά με το κεφάλι γάτας»× δεν έχω όμως περισσότερα εργαλεία από αυτά της παρατήρησης και του κατακλυσμιαίου βιώματος. Θα δούμε έτσι τον Μπρετόν σαν ένα «χθεσινό» πνεύμα, σαν πνεύμα που με απίστευτη θρασύτητα φέρει γνώμη για τα αντιποιητικά γεγονότα του παρόντος, θα νιώσουμε, αν το επιθυμούμε, τι σημαίνει «όνειρο», αν αυτή η λέξη με τα δύο όμικρον αντιπροσωπεύει πια επάξια όλες τις πιθανές παρόδους του επιθυμητού ή απλώς έχει περιοριστεί στα στενά πλαίσια της επιθυμίας. «Γράψτε γρήγορα». . . «χωρίς προσχεδιασμένο θέμα». . . «αρκετά γρήγορα». . . «ώστε να μη συγκρατήσετε και να μη βρεθείτε στον πειρασμό να ξαναδιαβάσετε αυτά που έχετε  γράψει»[v]. Ο Μπρετόν στη βεράντα δεν είναι τίποτα περισσότερο ή τίποτα λιγότερο από τον τρελό έρωτα και από τη βίαια επίθεση ενός τρελού και του έρωτός του ενάντια στη θαμνώδη λογική των θαυμαστών του.

Το όνειρο, το ΟΝΕΙΡΟ, το «όνειρο», «ο ποιητής εργάζεται», αυτή η περίεργη ατμόσφαιρα που πρέπει, αν επιθυμούμε τη διέγερση, να παραμείνει περίεργη, είναι αυτά που μένουν τελικά περισσότερο από τα ίδια τα γραπτά που έρχονται να συμπληρώσουν ή να επισφραγίζουν τη ηδονική αναζήτηση και όχι να την επιβεβαιώσουν.

Ο Μπρετόν προτιμά τις ψάθινες καρέκλες για να διαβάζει τις καρτ ποστάλ  από τους συντρόφους του, από τη συμμορία του θεσπέσιου πτώματος, από αυτούς που προηγήθηκαν και αυτούς που ακολούθησαν.

 

 

Ο Μπρετόν στο σινεμά:

Εδώ, προτιμά τα ντοκιμαντέρ για την αγγλική βαριά βιομηχανία, τις βιογραφίες άγνωστων στρατιωτικών, τα απροκάλυπτα μελό με

αραχνιασμένες κυρίες και επιδέξιους μπούληδες. Απέναντί του μια ολόκληρη στρατιά θαυμαστών του, άλλοτε στοιβάζεται στα άηχα μονοπλάνα

καταθλιπτικών σαραντάρηδων και άλλοτε καταγγέλλει του ίδιους καταθλιπτικούς, σαν θρασύτατους οσφυοκάμπτες. Ο Μπρετόν είναι στη δεύτερη

θέση της αίθουσας και βλέπει με δεκάδες άλλους γεωπόνους το βίο του μεταξοσκώληκα  και την επεξεργασία του σταχυού. Μόνον έτσι μπορεί να

φανταστεί ο γράφων το ισχυρότερο κομμάτι της παιδείας του καθώς στον αδυσώπητο κυκλαδίτικο ήλιο διαβάζει . . .

«Μια παρτούζα παρτιζάνων

Σε μια συνέλευση ζητιάνων

Ξύπνησε τους Παριζιάνους»[vi]

 

 . . . πολύ μακρύτερα από τους ψυχογεωγραφικούς χάρτες του `57 και τα «μη δουλεύετε ποτέ» των μεταγενέστερων, ο Μπρετόν δεν θα αφήσει
 ποτέ τον αναγνώστη ή τον μύστη της παραφροσύνης του, να γίνει ένα από τα ανθρωπάκια της «κοινωνίας του θεάματος», την οποία πολλοί 
πολέμησαν ελάχιστοι όμως αγνόησαν. Θα σχετιστεί με περίεργους τύπους που άλλοτε σημαδεύουν το πλήθος με ένα ριβόλβερ, και άλλοτε 
φωνάζουν ζήτω ο βασιλεύς. Από τη δεύτερη σειρά του συνοικιακού σινεμά  χλευάζει τη μετριότητα και ζητά από αυτούς που τον περιστοιχίζουν να 
είναι τουλάχιστον τέλειοι. Δεν θα δει καμιά ταινία ολόκληρη αν δεν περιλαμβάνει κάθε δευτερόλεπτο και μία αναλαμπή, μία έκρηξη, μία ρήξη με 
αυτό που προαναγγέλλει. Είναι εκεί και δυσανασχετεί και κλείνει το μάτι όπως ο Εμπειρίκος τον αποθεώνει στο ομώνυμο ποίημα,[vii] λες και το 
δευτερόλεπτο που πάει χαμένο, αν αυτό είχε την υποχρέωση ν` απασχολήσει τα αισθητήριά μας με τρόπο ηδονικό, είναι ένα εγκληματικά 
αγνοημένο θαυματουργό χρονικό τεμάχιο. Πολλές φορές αναπηδάει, από μόνο του στο κείμενο, χωρίς να είναι κάτι που συνδέεται,  το «Τι θέλεις 
τι ζητάς που `ναι το νόημα που σου `πεσε απ` τα χέρια»[viii] του Ελύτη από το «μικρό Ναυτίλο». 
 
 
Ο Μπρετόν και το «νόημα» που του έπεσε από τα χέρια:

Η κοινή βάση από την οποία πάρα πολλοί ξεκίνησαν τον προβληματισμό τους (σε ότι αφορά το εκφραστικό αδιέξοδο που ήταν επόμενο να φτάσει κάποτε ο άνθρωπος και η ποίηση) αλλά πολύ λίγοι το παραδέχτηκαν, περιλαμβάνεται σε μία και μόνη αρχή, που άλλοτε έχει τη μορφή: «η ποίηση εξάντλησε τα έσχατα μορφολογικά θέλγητρά της»[ix] και άλλοτε τη μορφή: «Η τέχνη που μ` απασχολεί είναι μια τέχνη αλλιώτικη απ` την ποίηση»[x].  Τι παραπάνω έπρεπε να δώσει κανείς ή τι καινούριο μπορούσε να προτείνει πέρα από την αναζήτηση όχι τόσο καινούριων εκφραστικών μέσων αλλά μιας πιο εκφραστικής ζωής. Η ζωή, οι κινήσεις, οι εκφράσεις, έπρεπε να είναι σπινθηρισμοί. Το βάρος δόθηκε στο «εις ότι εκ βαθέων προέρχεται, από κάθε άνθρωπον αλλά και απωθείται»[xi] και όχι στη στενή έννοια του νοήματος. Αφησε έτσι το νόημα να πέσει από τα χέρια του και ξεκίνησε κάτι που θα μπορούσε να φανεί σαν αγώνας δρόμου.

 

Υπερρεαλισμός

Ο όρος: Πρωτοχρησιμοποιήθηκε, και δεν υπάρχουν αντιρρήσεις σ` αυτό, από τον Γκυγιώμ Απολιναίρ, όταν πρωτοπαρουσίασε τους «μαστούς του Τειρεσία» [Μαστοί του Τειρεσία, δράμα σουρεαλιστικό σε δύο πράξεις και έναν πρόλογο, 1917, ενώ οι καταβολές του σουρεαλιστικού αυτού δράματος ξεκινούν από το 1903].

Η έννοια: Ήταν από παλιά, κομμάτι των αναζητήσεων των νεαρών Νταντάδων, που πεισματικά ήταν έτοιμοι να χαστουκίσουν τον οποιονδήποτε. [1915 ~ 22 DADA à επινόηση του Τριστάν Τζαρά, 8 Φεβρουαρίου του 1916, ώρα 6μμ café Terrace, Ζυρίχη. «Έτσι δημιουργήθηκε το Dada μέσα από μία ανάγκη ανεξαρτησίας, μέσα από μια δυσπιστία απέναντι στην κοινότητα. Όσοι ανήκουν σε μας, διατηρούν την ελευθερία τους… ΔΕΝ ΔΕΧΟΜΑΣΤΕ ΘΕΩΡΙΕΣ. Αρκετά μας πρήξανε οι κυβιστικές και φουτουριστικές ακαδημίες, αυτά τα εργαστήρια των τυποποιημένων ιδεολογιών[xii]».] ή των κατά τι ωριμότερων φουτουριστών [1909 μανιφέστο των φουτουριστών, Μαρινέττι à «Ας βγούμε από τη σοφία σαν από ένα φρικτό κέλυφος, κι ας ριχτούμε σαν καρποί αρωματισμένοι από την υπερηφάνεια, μέσα στο απέραντο στραβό στόμα του ανέμου!… Ας γίνουμε βορά στο άγνωστο, όχι από απελπισία, αλλά μόνο για να κορέσουμε τα βαθιά πηγάδια του ΠΑΡΑΛΟΓΟΥ[xiii]»].

 

Ο παντοδύναμος Μπρετόν [οι κουρτίνες που ποτέ δεν τραβήχτηκαν πλέουν στα παράθυρα των σπιτιών που θα κτισθούν][xiv], θρηνεί τον Ζακ Βασέ το 1919, «κηδεύει» τον Κραβάν το 1920, επισκέπτεται τον Φροϋντ το 1921 και το 1924 γράφει το πρώτο μανιφέστο: «ζουμε ακόμη κάτω από τη βασιλεία της λογικής, να, εξυπακούεται που ήθελα να έλθω. Αλλά οι λογικές διαδικασίες, στις μέρες μας, δεν βρίσκουν εφαρμογή παρά στη λύση προβλημάτων δευτερευόντων…»]

 Αρκούσε φαίνεται αυτή και μόνο η καταδίκη της λογικής για να γεμίσουν το οπλοστάσιό τους οι mass~διανοητές και έκτοτε να ονομάζουν οποιαδήποτε ενέργεια «σουρεαλιστική», αρκεί να ξεπερνούσε τη σφαίρα της δικής τους αντίληψης και κυρίως ης δικής τους τόλμης.

Οι μάχες ήταν πολλές, όχι γιατί το μίασμα της «τρέλας» προκαλούσε ιδιαίτερα επικοινωνιακά προβλήματα, κάθε άλλο, αλλά γιατί η γλυκειά επανάσταση κινδύνευε να μπει στο ράφι των μιμητών (τι παραπάνω μπορεί να έχει ο τέλειος μιμητής των τρελών από τον ίδιο τον τρελό;).

Σουρεαλιστικά ήταν τα ποιήματα, τα αντικείμενα, τα γλυπτά. Σουρεαλιστικές ήταν οι σκέψεις, οι επιθυμίες, οι πράξεις. Σουρεαλιστική ήταν η ζωή, η ζωγραφική. Σουρεαλιστές ήταν οι άνθρωποι.

Δεν είναι υποχρεωτικά σουρεαλιστές οι αδερφοί marx, ο ionesco, ο Cummings και ο Beckett, επειδή δεν καταφέρνουμε να τους εγκλωβίσουμε στη λογική μας. Δεν είναι υποχρεωτικά τρελός ο Βασέ που κυκλοφορεί μ` ένα περίστροφο και σημαδεύει το πλήθος. Δεν είναι υποχρεωτικά ποιητές αυτοί που γράφουν για τη «μαγεία του επιπλέοντος δεινοσαύρου», είναι όμως ποιητές αυτοί που γράφουν για το δεινόσαυρο που όταν δεν ευτυχεί αρνείται να βυθιστεί.

 

«Λοχαγέ! Οι λάμψεις απ` τα κάρβουνα έγιναν φώκια, αστροπελέκι, έντομο κάτω απ` τα μάτια σου, οι έφιππες ομάδες των οραματιζομένων

Λοχαγέ! Φυλάξου απ` τα γαλανά μάτια» [Τζαρά]

 

 

Ο Μπρετόν στον εξώστη:

Τα παράπονα των υπηρετών, των εραστών, των λοχαγών του υπερρεαλισμού (δεν έχει σημασία πια η ιδιότητα), δεν μπορούμε παρά να τα δούμε σαν δίκαια, ακόμη και σήμερα που ο όρος μνημονεύεται όταν κάτι αφύσικο, κιτς[xv], τρελό ή ανερμήνευτο με την τρέχουσα λογική, αναφανεί σαν γεγονός ή είδηση.

Ο ιερός όρος κρατήθηκε ελάχιστα κάτω από τον έλεγχο των ιδρυτών του, μια χούφτα μίζερων ανακυκλούμενων δημισιολογούντων τον έφερε στα μέτρα του, έτσι ώστε κάθε φορά που ένα γεγονός, μία εικόνα, ένα άκουσμα, μια πρωτοβουλία ξεπερνούσε το μέσο όρο της αντοχής τους, βαφτιζόταν και εξακολουθεί να βαφτίζεται ως «υπερρεαλιστική».

Οι σκώληκες που ανακατεύονται πάντα με το γόνιμο χώμα μοιάζουν απελπιστικά μεταξύ τους, μπορεί να τους δει κανείς όμως μόνο όταν περπατά στον κήπο και να τους ξεχωρίσει όταν αρχίζει σιγά σιγά να τους μοιάζει. Ο Μπρετόν καμαρώνει τη σοδειά από τον εξώστη, δεν βλέπει τους σκώληκες και αρχίζει να χάνει την παραγωγή του, μα δεν θρηνεί και ας οργίζεται, ετοιμάζει στο μυαλό του το επόμενο μανιφέστο, δεκάδες ή εκατοντάδες χρόνια μετά και ίσως πάλι να μιλά για «τα μεγάλα τα ιερά τα μελανοδοχεία της στιγμής»[xvi]

              

Makis Chrisostomidis

Πίσω

 


 

 



[i][i] Ανδρέας Εμπειρίκος, ``Η φιλία``, Ενδοχώρα, Αθήνα, εκδ. `Aγρα, 1991, σ. 65.

[ii][ii] Maurice Nadeau, Ιστορία του σουρρεαλισμού, Μετάφραση Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, Αθήνα, εκδ. Πλέθρον, 1978, σσ. 22~57.

[iii][iii] Αντρέ Μπρετόν (μτφ. Νάνος Βαλαωρίτης), ``Ελεύθερη ένωση``

[iv][iv] Όρος που δεν γίνεται αποδεκτός από τον ίδιο

[v][v] A. Breton, Μανιφέστα του σουρρεαλισμού, Μετάφραση: Ελένη Μοσχονά, Αθήνα, εκδ. Δωδώνη, 1972, σσ. 33~34

[vi][vi] Νάνος Βαλαωρίτης «25/12/86» «ΗΛΙΟΣ Ο ΔΗΜΙΟΣ ΜΙΑΣ ΠΡΑΣΙΝΗΣ ΣΚΕΨΗΣ» ποίηση εκδ Καστανιώτη,

[vii][vii]  «Φανατικό πουλί της οικουμένης

 Γερό στην πάλη και πολύκαρπο στην σημασία

 Όρθιο μέσ` στα φτερά σου ανοιγοκλείνεις

 Πάντα με βεβαιότητα το μάτι

                                                                                 Ανδρέας Εμπειρίκος, «ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΠΡΕΤΟΝ»

[viii][viii] Οδυσσέας Ελύτης, «Μικρός Ναυτίλος»

[ix][ix] Λετριστική Διεθνής, Potlach No 5, 20 Ιουλίου 1954, «Απάντηση σε μια έρευνα της βελγικής σουρεαλιστικής ομάδας.»

[x][x] Lautreamont.

[xi][xi] Ανδρέας Εμπειρίκος, Συζήτηση στη Θεσσαλονίκη 1973, περιοδικό ΧΑΡΤΗΣ, «Αφιέρωμα στον Ανδρέα Εμπειρίκο», τεύχος 17/18 Νοέμβριος 1985, σελ 632

[xii][xii] Μανιφέστο Dada

[xiii][xiii] Μαρινέττι, «Μανιφέστο του φουτουρισμού», 1909

[xiv][xiv] Ανδρέας Μπρετόν «Φασματικές Στάσεις»

[xv][xv] δεν εννοούμε το χιουμοριστικό κιτς ή το ορθόδοξο καλλιτεχνικό κίνημα

[xvi][xvi] από ένα ποίημα του Νάνου Βαλαωρίτη, «το Θαύμα», «…όταν οι άνθρωποι μπορούν και θέλουν κι απειλούν / Να σε λαξέψουν επάνω στον τάφο τους σαν ένα κομμάτι ασήμι / Δύσκολο να εκμαιευτεί και από τη μήτρα να χυθεί / Μες τα μεγάλα τα ιερά τα μελανοδοχεία της στιγμής», αφιερωμένο στον Ν. Κάλλας, περιοδικό «Πάλι», τεύχος 1, σελίς 19.