Πόροι Στοιχειώσεις Προς

 

Μια αναφορά του Μάκη Χρυσοστομίδη στην πρόσφατη έκδοση του ποιητικού βιβλίου του Ανδρέα Παγουλάτου που περιέχει τις ενότητες «Προς, Στοιχειώσεις, Πόροι» από τις εκδόσεις Μαραθιά Ιανουάριος 1997.

 

 

            Όταν γνωρίζεις ένα ποίημα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, από την ανάγνωσή του σ’ένα χώρο τέχνης, σ’ένα καφενείο, στο δρόμο, σε μιαν επίσημη εκδήλωση ή από την παρουσία του σ’ένα περιοδικό έντυπο που έχει τη μαγεία του επίκαιρου, είθισται να φοβάσαι πως κάποτε αυτού του είδους το ψηφίο το δεις οργανωμένο σ’ένα ψηφιδωτό× και αν το έχεις αγαπήσει σε μιαν άλλη κλίνη.

            Η οργάνωση τριών συλλογών σε μια έκδοση είναι ένα τριπλό χτύπημα που θα μπορούσε κανείς να το δεχτεί με ευκολία αν η υπόθεση δεν τον αφορούσε× η ατυχία όμως να γνωρίζεις το σώμα είναι πιθανόν να σε βυθίσει στον ωκεανό της εικονικής αμφιβολίας για το αν υπάρχουν ή όχι τα υπόγεια νήματα που θα δέσουν αυτές τις ενότητες κάτω από την ίδια εξώφυλλη στέγη. Αμφιβολία λοιπόν για το αν οι στοιχειώσεις είναι συλλογή ή ποίημα, αν έχει αυτοτέλεια ή εισδύει με ποιητική δολιότητα στους πόρους και το προς. Εικονική γιατί τα ερωτήματα αυτά αφορούν στους μελετητές του έργου και όχι σ’όσους για πρώτη, δεύτερη ή τρίτη φορά μπαίνουν στο πεδίο των κραδασμών.

            «πρέπει να είναι μια προειδοποίηση στους νέους ποιητές να μην γυρίζουν πίσω από τις γραμμές που κερδήθηκαν από την προηγούμενη γενιά»[1]. Χρησιμοποιώ για εκατοστή φορά ένα τεμάχιο του δοκιμιακού λόγου του Ν. Βαλαωρίτη για να ρωτήσω: έχει κερδηθεί ότι έχει ειπωθεί ή ότι έχει ακουστεί; Γιατί έχουν ειπωθεί πολλά, όμως ο αθετωσικός εκδοτικός μηχανισμός με την εμμονή του στρατοδίκη εξακολουθεί να μας εφοδιάζει με εμβατήρια και όχι με εκρήξεις ως όφειλε.

Να λοιπόν μαζεμένες μερικές από τις γραμμές που κερδήθηκαν. Ότι συνέβη το 10, 20 ή το 30 όσο λαμπρό και αν ήταν, σήμερα, μπορεί μόνο να μας στηρίξει να κοιτάξουμε μπροστά με μεγαλύτερη άνεση. Κανείς βέβαια δεν στηρίζεται στο μέτωπο του, πλην του απολύτως απογοητευμένου. Ο Α. Παγουλάτος πάτησε μετά τις γραμμές, ψηλάφισε το εκρηξιογόνο τοπίο της υγρής πρωτόγονης γνώσης που απαιτεί την από του μηδενός σηματοδότηση του γράμματος, της συλλαβής, της λέξης× πρόσφερε δηλαδή σε όσους αντέχουν ν’ακούν αυτό που τελείται και όχι αυτό που μνημονεύεται, τους ήχους μιας πρωτόγνωρης για την εποχή ποιητικής κατάδυσης.

Έχει ειπωθεί και έχει γραφεί για την περίπτωση του Παγουλάτου ότι μέσω της προσωπικής του γραμματικής και συντακτικής αναρχίας επιχειρεί το ακέραιο, ίσως όμως να μην φωτίστηκε όσο πρέπει ότι μεμονωμένες οι λέξεις - σώματα αποδίδουν το μέγιστο στον αναγνώστη - εραστή και το ύψιστο στον αναγνώστη - δύτη. Οι λέξεις, στην ποίηση, όπως αυτή ανατέλλει στις τρεις ποιητικές ενότητες καθώς μουσικά εκρήγνυνται και ανασυντίθενται, παίρνουν στον ώμο τους το βάρος που απαιτεί η ποίηση σήμερα. Οι μπαρόκ ποιητικές καρικατούρες και οι κακές αντιγραφές του αρχιπελαγικού μεγαλείου μιλούν ψιθυριστά πλέον στο αυτί του απαιτητικού ακροατή.

Η αναφορά, το δοκίμιο, η κριτική οφείλει πλέον και να καταγγέλλει την αρνητική δύναμη που βάλτωσε τον ποιητικό πόθο του νέου ανθρώπου. Οφείλουμε με λόγια και πράξεις να στιγματίζουμε τους υπεύθυνους για το διωγμό της ποίησης από το φυσικό της τοπίο που είναι η καθημερινότητα, οι συναναστροφές, το ξύπνημα, η αγάπη, το μίσος. Πιανόμαστε από ελάχιστες δοκούς που μπορούν να κρατήσουν στέρεα το όνειρο σε ακμή× από ελάχιστα αγκωνάρια πίστης στην ποιητική ενάργεια. Ελάχιστοι αλτήρες έμειναν που έργο τους θα είναι να μας φτάσουν μερικά εκατοστά έστω μετά από τις γραμμές που κερδήθηκαν από προηγούμενες γενιές.

 

Προς. Δείχνει πορεία. Τόπος. Μυστήριο

                                                «...πότε πρό λαβαν

                                    και πέθαναν τόσοι πολλοί τέτοια

                        απιστία φιλία ύποπτη η φωνή  τριάντα

            χρόνια μακριά μέλημα να μην ξεχάσω...»[2]

 

                       

            Στοιχειώσεις. Στοιχεία. Αλχημεία. Φύση.

«...τα λόγια

                        τα παίρνει

                                                ο αέρας

                        στις λέξεις

                                                κυκλοφορεί

                                                                        ένας άλλος

                                                αέρας...»[3]

 

 

            Πόροι. Οπές. Κρατήρας. Ρωγμή. Πηγή.

«...που σέρνεις

τώρα

τα μάτια σου

γυναίκα;

ερωτηματικά

από

χυμένο αίμα

σ’

   άλλο

αναίτιο

 φόνο...»[4]

 

 

            Όλα με την υπόγεια οπτική ίνα να άγουν, ενδυναμώνοντας την εμπειρία της ζωής, άλλοτε πύρινους ύμνους άλλοτε κρίσεις× ποτέ όμως λυγμούς.

Συζητώντας στα πιο απίθανα μέρη για ποίηση, με συμμάχους κι αντιπάλους, οδηγούμαι με την ακρίβεια του γεωμέτρη (που θέλει το εκατοστό της μοίρας πέραν του αρμονικού να σημαίνει λάθος) στο απόλυτο ποιητικό ζητούμενο, το αυστηρά προσωπικό, όπου αυτό και αν κρύβεται. Τίποτα, πέρα από δικαιολογία, οι πόλεμοι των πλαγίων ανέμων. Το ποθητό, το ζητούμενο, το όστρακο, βρίσκεται× μοιάζει με το αποτύπωμα της παλάμης. Μοιάζει λοιπόν με το αποτύπωμα  της παλάμης του ανθρώπου που γνώριζε τον ήχο και τον τύπο, όχι όμως και την αντοχή του στα παζάρια του σύμπαντος, που με τις «σταυροφορίες» του σβήνει χνάρια. Η διαγραφή του χναριού γίνεται πραγματικότητα όπου η γλαυκή εκφορά των φωνηέντων αντικαθίσταται με υπόγειες νύξεις. Στην περίπτωση των Πόρων οι υπόγειες νύξεις είναι αυτό που θρυμματίζεται για να θριαμβεύσει η κρουστή λιτότητα του άλλοτε μαγικού άλλοτε πρωτόγονου επιφωνήματος.

            Στους Πόρους διαδραματίζεται μια πορεία απ’αυτές που ζητούν οι εικαστικοί όταν ξύνουν το τελάρο ή την πέτρα με μανία. Η αρχή× και αντί για τέλος ξανά η αρχή. Ο λιτός λόγος, η αυτονομία που υπάρχει σε κάθε ανάπαυλα, χωρίς όμως τίποτα από αυτά να προεξοφλεί την εξάντληση ενός μυστηρίου που ζει τόσο ο αναγνώστης - μύστης (ο μετέχων στην πλάση και τη θραύση των ήχων) όσο και ο ποιητής, είναι ένα γεγονός που ο αναγνώστης - ακροατής θα βιώσει κατ’αρχήν.

 

«...φεύγει ο μισός ουρανός

                                                ο άλλος μισός

                                                                           κρύσταλλο

                                                                                                  καθρέφτης...»[5]

    «...μισοί

άνθρωποι

                   εν

                          εδρεύουν

                                            πολεμώντας

                                                                 μισούς

                                                                             ανθρώπους...»[6]

 

 

 

            Στις Στοιχειώσεις τα στοιχεία έχουν την απόλυτη προσταγή. Η ανταρσία του συνόλου σχεδόν των παγκοσμίως σταθερών μονάδων σύγκρισης και στο τέλος μέσα μας το νερό, ο αέρας, η φωτιά. Η πανάρχαια αντίληψη για την προέλευση της ζωής ξαναδοκιμάζεται και υπαγορεύει ρυθμούς:

 

«...ν-ερό

              κι έπειτα

                              το μέγα κενό

                                                    χάσκει

                                                                από κάτω μας...»[7]

            Στο πεδίο των στοιχειώσεων εισέρχεται ο αναγνώστης συναντώντας το «ποίημα του χάους» που θα το «χρειαστεί» εφ’όσον ζητήσει το απόλυτο από τα υπόλοιπα ποιήματα της ενότητας. Το «ποίημα του χάους» θα είναι ο αντίχειρας, που συναντώντας ένα προς ένα τα υπόλοιπα δάχτυλα θα προσφέρει το μεγαλείο της αφής. Το ποίημα «των κρίσεων και τον εκκρίσεων» βέβαια θα είναι το δεύτερο άλμα ή ίσως ο δεύτερος αυτάρκης μετέχων που θα δηλώσει, σ’όποιον δεν αισθάνεται ακόμη εξοικειωμένος, το παιγνίδι της «ανταρσίας» που τελείται στις στοιχειώσεις.

                                   

«...κι ας

                                                είναι

                                                         βάλτος

                                        ο πλούτος...»[8]

 

            Κι εδώ, σ’αυτό το ποίημα, είναι ίσως μία από τις πολλές στιγμές όπου ο ποιητής προσφέρει και ταυτόχρονα αποσύρει το αίσθημα της απογοήτευσης που μπορεί να δημιουργηθεί στην πρώτη ανάγνωση.

            Στο Προς ο ποιητής αρνείται να κρύψει την ευφορία του, εκεί θα μπορούσε κανείς να δώσει το χαρακτηρισμό της υποτροπής, εφ’ όσον ο λόγος μένει επιβλητικότερα πλέον ατιθάσευτος. Το «κορμί κείμενο»[9] νωπό ακόμα, διαμορφώνει την αναγκαία επμειρία για να σταθεί μια τέτοιου είδους επίθεση, βάζοντας τον αναγνώστη στη διαδικασία της εξοικείωσης.

            Θα αποφύγω όμως να θέσω σε παράλληλες γραμμές το παρόν ποιητικό έργο με κάτι που θα παίξει το ρόλο του σημείου αναφοράς. Ο δοκιμιακός λόγος μας έχει πείσει ότι μπορεί να προσάψει, αν το επιθυμεί, οτιδήποτε σε οτιδήποτε. Θα προτείνω, αν αυτό δεν κινδυνεύει να φανεί ποιόν κομπασμού, να ζει κανείς μέσα στην διαδικασία μιας μαγικής απειρίας τις ενότητες που αναφέραμε, όποτε τις διαβάζει ή τις ακούει, αν επιθυμεί από το δέντρο τον καρπό και όχι την ξυλεία.

 

«...έρωτας σαρκοβόρος

                                                   επίκληση συνοδεία της μνήμης

                                    κατά διώκοντας γειτονιές σπίτια που θάβουν...»[10]

 

 

            Στην ποίηση άλλωστε, η ερμηνεία, μόνο τη φθορά μπορεί να υπηρετήσει και ο ρόλος του μεσάζοντος (φύσει πονηρός και δόλιος) να απονευρώσει τη μυστική επαφή του ποιητή με το δέκτη. Θα μπορούσαμε να πούμε πως στη γλωσσοκεντρική ποίηση οι υποψίες για δολιότητα άρα και αστοχία του επίδοξου αναλυτή ενδυναμώνονται. Η ερμηνεία του νοήματος ή της εννοίας, απόντος του ορθόδοξου τρόπου ραφής των γραμμάτων, συλλαβών ή λέξεων, πέφτει στο κενό. Ο ποιητής στοχεύει προς μία και μόνη κατεύθυνση και αυτή είναι η συνείδηση του αναγνώστη, υπερνικώντας τα παρεμβαλλόμενα εμπόδια.

«Τώρα αρπάξατε την πτερωτήν βροντήν, κατά σκοπόν βαρέσατε μ’εύστοχη χείρα»[11]. Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι ο Κάλβος δεν θα χρησιμοποιούσε με ευκολία τους ίδιους ακριβώς στίχους για να διδάξει ποίηση των ήχων και των ρυθμών ή υποδοχή ποίησης που είναι πολύ πιο δύσκολη υπόθεση. Έχω επίσης κατά νου, και το μοιράζομαι την παρούσα στιγμή, ότι υπάρχει μια υποδόρια σύμπνοια μεταξύ των ποιητών που άντλησαν περισσότερο ωκεάνιο ύδωρ από τη μουσική[12] για την ποίησή τους παρά από τη γαλήνια χλωρίδα της συγκροτημένης έννοιας. Οι επαναστάσεις άλλωστε στην ποίηση, ή και στις άλλες μορφές λόγου που δέχτηκαν την πρόκληση, βρήκαν, όχι λίγες φορές, γενναία προσφορά  στη λαλιά, το φωνήεν, τη νότα× εκεί δοκίμασαν την αντοχή κάθε νέας πρότασης που στόχευε να «θίξει» πέραν του συναισθήματος και την πρωτόγονη λεπτότητα του ακροατή. Ίσως λοιπόν οι τάσεις, τόσους αιώνες, αυτό να ζητούσαν: τον αλάνθαστο αναγνώστη, τον αλάνθαστο ακροατή που δεν θα ήταν ποιόν ενός ακαδημαϊκού γυμναστηρίου αλλά ένας ευγενής και γενναίος συνακροατής στην αγωνία του ποιητή, είτε αυτή μένει στην πρωτόγονη μορφή του φωνήεντος είτε μορφώνεται σε αυστηρή συναυλία.

Το παιχνίδι των ήχων μπορεί να είναι παλιά υπόθεση, αν όμως θεωρήσουμε δεδομένη την εξέλιξή του, η πιο πρόσφατη μορφή του πιστεύουμε πως είναι αυτή που περιγράψαμε σ’αυτές τις σελίδες.

 

Makis Chrisostomidis

             

Πίσω

 

 



[1] Νανος Βαλαωρίτης, «Για μια θεωρία της γραφής».

[2] «Προς», εκ. Μαραθιά (1996), σελίδα 10

[3] «Στοιχειώσεις», το ποίημα του αέρα, εκ Μαραθιά (1996), σελίδα62

[4] «Πόροι», εκ Μαραθιά (1996), σελίδα 70

[5] «Πόροι», εκ Μαραθιά (1996), σελίδα 79

[6] «Πόροι», εκ Μαραθιά (1996), σελίδα 80

[7]  «Στοιχειώσεις», το ποίημα του νερού, εκ Μαραθιά (1996), σελίδα 51

[8]  «Στοιχειώσεις», το ποίημα «των κρίσεων και των εκκρίσεων», εκ Μαραθιά (1996), σελίδα 55

[9] «Κορμό κείμενο», α. Παγουλάτος, εκ Χνάρι, 1975

[10] «Προς», εκ. Μαραθιά (1996), σελίδα 23

[11] Ανδρέα Κάλβου, «Ωδές».

[12] Ο Α. Παγουλάτος αφιερώνει το Προς στον συνθέτη Varese, τον πλανήτη Varese.