Ολυνθος β
Κροτάλιζε
σα χουρμαδιά
που ξεραμένη
θλίβεται
αναμασώντας
τ’άωρα με
μια χλομάδα
λεκτική
γεμάτη ρω
και λα
φίμωση
πολλών βυζαντινούχων
μαζί
κι ενός
αρρήτου
Μπόι
που θέλει ο
άναυδος ν’αρθρώσει
κορμάρια
σαν το
«πάλλομαι» το
«όρισες» και το
«μιλιά»
Γιόμισε.
Να ποιόν
γυρεύει ο
ξέχειλος
κι έτσι
ατημέλητος για
κράχτης
μπαινοβγαίνει
Ανοιξες
Τη
ερυθρά που
εχθρεύεται
τις
κουμαριές
Κι
όλα δικά της
σαν τότε
που
κυλούσαν γράσα
απ’τα
μανίκια της
μαϊμούς
κι ανθρώπων
ποδοπάταγε
συγνώμες
Ολυνθες κι
ο ενεστώς αμύγδαλος
Γραμματικέ
μου
γλώσσα που σού’λαχε ν’ακούσεις.
Eζεψε τ’αγριοκάτσικα
ο ανεμόμυλος
για να
κουρέψει το
λιγοστό
γρασίδι
Σα
να κοράκιζε
του Δάντη
αγιορείτικα
και της Μυρτώς
ανάσες
Kι
αν γλώσσα
δύσκολη μιλάει
ο
πικραμένος
είναι που
ανάστρεψαν γι
αυτόν
τα
φωσφορούχα
Λιγάρμισε
η θάλασσα
να
περιμένει τις
πετριές του αητονύχη.
Nα
πως ασύστατος
κοιτιέται
στα λιμανόνερα
και
αναδεμένη
εποχή δεν
ξέρει
κι ας Ελληνας
στο βάθος
κι ας ξένο
σώμα κουβαλά
στην ερημιά
του:
«Και
σκαληνός εγώ
φτηνός να ελληνοφαίνομαι.
Tο σπέρμα
μου, στα
τριάντα μου,
ματώνει
Το
βλέμμα μου
ματώνει πιο
πολύ
μπροστά
σε θάλασσες τριζές
χαλικοφέρνουσες.»
Ολυνθος -γ-
Μα να μη
σπείρει το
αιμάτινο ο
φλογιστικός
αυτός που
άλλοτε
ισορροπούσε
στο βαθύπεδον
του κριναίου
αντίχειρα, την αντιπαλάμη
της αλλιώς, τη
λευκή σα ριζοφάλαγγα.
Πέρυσι, τέτοιαν
εποχή, κάθε
μεταθανάτιος
κολασμός είχε
το τέλμα της
αγάπης.
Ο άφρονος
φρονούσε και
όχι σπάνια
θώπευε τον
άψυχο και την
ενάντια αβρότη
δεχόταν.
Εφέτος
ζάρωσε το
σπλάχνο της
πασχαλιάς, στα
ρηχά μας
πρόλαβε η
άνοιξη,
περίσσεψαν τα
χέρια απ’τα
σεντόνια.
Τίποτα δεν
μηνάει πύρωμα.
Τίποτα δεν γνωρίζει
ο πρηνής ήλιος
εδώ στα
βορειοδυτικά.
Oλυνθος -δ-
Κι απ’ τη
βαλίτσα του
βγάζ’ ιδρώτες
καλοκαιριάτικους
καθαρούς
απ’αυτούς
των ερώτων
Κι ένα καινούργιο
τελματοδότη
από
μουντό λαμπορατόριο
να φτιάξει
το σπλάχνο της
πασχαλιάς που
ζάρωσε
να βαθύνει
την άνοιξη
να βάλει
ξανά τα
χέρια
στα
σεντόνια.
Κι αν
όλα
πορευτούνε,
με τους
ιδρώτες
τα ποτάμια
να δέσει.
Ολυνθος -ε-
Δυόμισες
μέρες και γιόμισες
άνοιξες,
θρηνεί.
Σοβεί
κινδύνους ο
δυόσμος ο
έκθετος
κι
απ’το λευκάζον
του φανερώς
σκοτεινού
το
αθώο
ορμούν
ερπετά
γιγάντια.
Κι απ’το
αλεξίφωτο
καβούκι της
βραδυπορούσας
ύμνοι στη
λογική που
ματαιώνουν ότι
χαριστικό και
πένθιμο
συγχρόνως
κι
από το κάλμο
πράσινο
της
μοιρασιάς
ότι
αγωνιώδες
μύρισε.
Το
τελευταίο
αστέρι
φτωχότερο (για
λόγους άγνωστους)
από το
χιλιοστό
αστερία. Και τα
πιο πάνω χρώματα,
τα εδώλια,
φτωχότερα των
αληθώς
κατηγορουμένων.
Να
νικήσω την
ψευτιά που
γεννιέται και
γεννιέται και
γεννιέται για
να νικήσει το
ψέμα που
πέθανε μόλις
Ο
κόπος μου όλος,
ο βλαστός,
πικρίζει στο
στόμα σαν άγουρη
ελιά που
εξαντλείται
πολεμώντας
θαρρείς. Τώρα,
βλέπεις, το
πολύ μου
και το λίγο τό’χασα κι
ας ρίζωσε πιο
βαθιά το χρυσό
της λίγο που
ανάσαινε
θάλασσα τ’απόγευμα
κι ούτε
χαραμάδα δεν μ’άφηνε να
πολεμήσω το
κρίμα μου που
λιαζότανε.
Ολυνθος -στ-
Τον
πόλεμο της
φύσης τον
έχασα.
Ν’απορριφθεί
κανείς
καταμεσής των
βρικολάκων,
μεγαλοβδόμαδα,
Τρίτη απόγευμα
αγάπη μου.
Ιούλιε
αξιωματικέ
μήνα, τον
πόλεμο του
κορμιού τον
έχασα.
Ν’απορριφθεί
κανείς στον
έρωτα,
δεσποτική
φτυσιά, Μιχαήλ εξαπτέρυγε.
Μνησίκαλη
κεφαλαία
φτερούγα,
χαστούκισε
όποιον
προλάβεις να
λάμπει, να
λάμπει όποιον
προλάβεις στα
τέσσερα αγάπη
μου.
Ολυντθος -ζ-
Να
λες πρέπει το
ήμαρτον σα να’ναι
χαντάκι και ήχημα από φλεγμαίνοντα
λαιμό ύαινας ή καπιτώλεια
νάρκη.
Εχω
συναντήσει
μαστούς να
διώκονται από
κλητήρες από
καθαρή άγνοια
και το ήμαρτον
να μην
προφέρουν ούτε
οι μεν ούτε οι
δε ως αρμόζει
σε υγιείς
εικονολάτρες.
Υποκρισία
να μοιράζεις
τα δυο σου
χέρια σέναν
άνθρωπο.
Εχω
συναντήσει
χέρια να
χειροκροτούν
κλητήρες από καθαρή
άγνοια, ενώ, τα
καλοκαίρια, πελαγιζόμενα
μηρύκαζαν
ρυτίδες
αγιασμάτων,
πάνω σε σώματα
απλά όπως
νόμιζαν.
Το
μεγαλύτερο
λάθος, ίσως, να
βάζει κανείς
τη μυθολογία
στο περιθώριο.
Να σιωπά
κανείς σε τέτοια
λάθη; να τ’αποδυναμώνει;
τι;
Εχω
συναντήσει
χέρια και
μαστούς να
διώκονται από
κλητήρες και
να μην απορεί
κανείς.
Ολυνθος -η-
Οταν όλα
μοιάσουν μ’οτιδήποτε
κ’οι
εποχές δεν
ξεχωρίζουν
κάθε
θυμητάρι θα ιεροποιείται.
Το
κόσμημα το
γυναικείο κι
ότι άχρηστο.
Ισως
το ρήμα
ηθμέω, μελοδέω,
ασπαίρω
θά’ναι
θάνατος που
ανακαλείται
για να ξαναγεννήσει
θανάτους.
Το
ξέρει καλά ο
Αύγουστος, πως
όταν στενεύει
ξερνάει
φθινόπωρα κ’ήλιωμα
δεν περισσεύει
για τη λευκή
σου πλάτη, ούτε
για τις μεσοχιτώνιες
κερκίδες που
ξάπλωνες σαν
κουραζόσουν,
τότε όλα θα
μοιάζουν μ’οτιδήποτε
κι ας
φαίνονται
ξένα:
Ενας
αιμόφυρτος ροδεσιανός
κι ένα
μεταλλικό
κλείστρο, η
χαρτοταινία
και το ελαφρύ
σου πόδι.
Ολυνθος -θ-
Ο διγάστορας
είναι ερπετό
που ζει σε
βιβλία, μία μετατραυματική
πλεκτάνη τον
θέλει να
μετέχει στο
συμπόσιο. Νά’ναι
νεκρός και
ωραίος,
ισόποσα
αποστομωμένος.
Κίβδηλη στυμφαλίδα
σε σαλόνι
δικαστού
οιηματία.
Σε
Modiano, Taiwan, Vietnam, Ναύπακτο,
Ιορδανία
Αδυτη
Μυρτώ
ενέχεις δίκανα
όταν χάνεται
το βλέμμα σου.
Κι
αν εξαντλείς
την περηφάνια
σου σε χάδια
ενέχεις
μικροκύκλωμα
στο ω
που προηγείται
του
θαυμαστικού.
Ο διγάστορας ω
ποιεί κυκλάδες
σαν μένει
τελευταίος σε
μια λέξη, ποιεί
το σύμπαν στης
Μυρτώς τα
λόγια καθώς
πνιχτός ποδοβολεί
στο λάρυγγά
της.
Ολυνθος -ι-
Το
αυστηρό της
βροχής δεν
είναι αυτό που
λείπει
αδίκως
φορτώνεται η
γη τους διαβολόσπορους
της ωχριάς
και άλλους
ζόφους
«κανείς
δεν αγάπησε
κανέναν στην Ιλιάδα»
η ιππουρίδα
του κισσού το
ομολόγησε και
το περιστήθιο
της άνοιξης φέρει
τα τεκμήρια.
Το
τερπνόν και το φαιδρόν,
Διόσκουροι της
κοσμοπολιτείας
σιγούν,
αναλογιζόμενοι
το κόστος των
αγιασμάτων, των
ταπεινών.
Κάποτε
όμως το
τεκμήριο της
παραφροσύνης
για τον αυτόχειρα
δεν θα ισχύει
και δικαίως η
γη θα
φορτώνεται
τους ζόφους.
Μάκης
Χρυσοστομίδης
1995 1996